25 Μαρ 2012

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1791 στο Μέγα Ρεύμα (νυν Αρναούτκιοϊ), προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Με το ξέσπασμα της επανάστασης του '21 ο Μαυροκορδάτος εξόπλισε ένα πλοίο, έπλευσε από το Λιβόρνο στην Μασσαλία, πήρε μαζί του Έλληνες της Ευρώπης και φιλέλληνες και ανεχώρησε για την Πάτρα πιστεύοντας ότι είχε ελευθερωθεί. Στην πορεία όμως έμαθε ότι βρισκόταν ακόμα στα χέρια των Οθωμανών γι' α
υτό εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι. Εκεί άρχισε αμέσως τις ενέργειες για τοπική πολιτική οργά­νωση.
Συναντάται με τον Δημήτριο Υψηλάντη τον Αύγουστο του '21, ορίζεται πληρε­ξούσιός του και συγκαλεί την «Συνέλευσιν της Δυτικ
ής Χέρσου Ελλάδος» της οποία
ς εκλέγεται πρόεδρος. Η διαφωνία του με τον
Δημήτριο Υψηλάντη και η επακόλουθη συμμαχία του με τους προεστούς του δίνουν την ευκαιρία αλματώδους προώθησης: εκλέγεται πρόεδρος της πρώτης Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου (που την 1ην Ιανουαρίου 1822 ψήφισε το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» και στις 15 Ιανουαρίου εξέδωσε την περίφημη «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους»), πρόεδρος την ίδια μέρα του Εκτελεστικού Σώματος και αργότερα του Βουλευτικού. Η σύντομη Διακήρυξη που προτάσσεται στο «Προσωρινό Πολίτευμα» («πεμπτουσία της αρχής των εθνοτήτων») συντάχθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον στενό του συνεργάτη Αναστάσιο Πολυζωίδη. Αποσύρθηκε στη Αίγινα όπου και πέθανε, τυφλός και φτωχός το 1865 από γεράματα. Ο Μαυροκορδάτος θεωρούνταν ήρωας για τα κατορθώματα του και τη συμμετοχή του στην πολιτική.

Μάρκος Μπότσαρης

Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, που ήταν μια από τις επιφανέστερες μορφές του Σουλίου. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο ηπειρωτικό σώμα που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Πίνακας από τον Ludovico Lipparini, που βρίσκεται στο μουσείο τηςΤεργέστης στην Ιταλία

Αρχικά ο Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του Νότη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά, επειδή είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Βλέποντας ότι οι Τούρκοι αθετούσαν την υπόσχεση τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή στον αγώνα εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου, πράγμα που έγινε. Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα, που του έδωσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον Εχθρό". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Επίσης έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα που κατέληξε σε καταστροφή, ενώ βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρασύροντας τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις.

Το καλοκαίρι του 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν προς την δυτική Ρούμελη. Τη νύχτα της 21ης Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τούρκων του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κεφαλόβρυσου. Παρά τον αρχικά ελαφρύ τραυματισμό, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τον Μουσταφα πασα. Όμως μια τουρκική σφαίρα τον άφησε νεκρό. Τότε οι Σουλιώτες, αν και νίκησαν, διέκοψαν τον αγώνα για να παραλάβουν τον αρχηγό τους και τα λάφυρα. Μεταφέροντας τον νεκρό προς το Μεσολόγγι όπου τελικά τον ενταφίασαν, σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω"[1]
Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή που περιγράφει ο Πουκεβίλ. Του θριάμβου προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμένος με κυανή χλαμίδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.[2]. Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.
Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα και δημοτικά τραγούδια. Μεταξύ των άλλων ο Δ. Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα

22 Μαρ 2012

ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ


Παιδί του Φώτου Τζαβέλα. Μεγάλωσε στην Κέρκυρα και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στο Σούλι, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος, σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Το 1822 γύρισε και πήρε μέρος στη μάχη του Κεφαλόβρυσου, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη.
Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών, αρχηγός 2.500 ανθρώπων, έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος, μαζί με τον Καραϊσκάκη, στις μάχες τις Αττικής και μετά το θάνατο του συνεργάτη του, ανατέθηκε σ’ αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά. Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών, πάλι.Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855, στο Μεσολόγγι.

19 Μαρ 2012

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Πολές φορές κάποιες οικογένειες έχουν πολλά οικονομικά προβλήματα, που τους φέρνουν σε αδιέξοδο. Μια από αυτές τις οικογένεις είναι η παρακάτω. Επειδή οι πωλήσεις στο μαγαζί που είχαν δεν πήγαιναν και πολύ καλά, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους. Μια ημέρα πήγαν βόλτα στο πάρκο για να παίξουν. Όταν τα παιδιά δεν πρόσεχαν και έπαιζαν ξένοιαστα, τους άφησαν έναν σάκο με τα απαραίτητα και έφυγαν. Νόμιζαν πως ήταν η μόνη λύση και ότι ήταν καλύτερα και για αυτούς, αλλά και για τα παιδιά. Τα παιδιά μετά από ώρα άρχισαν να τους ψάχνουν σε όλο το πάρκο, αλλά δεν τους βρήκαν πουθενά. Ένα από τα παιδιά βρήκε το σάκο που άφησαν οι γονείς τους. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Περίμεναν λίγη ώρα μήπως και εμφανιστούν, αλλά μάταια. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά πρότεινε να πάνε στο αστυνομικό τμήμα και να δηλώσουν την εξαφάνιση των γονιών τους. Οι γονείς τους όμως πήγαν πιο μροστά από τα παιδιά στο τμήμα, γιατί μετάνιωσαν πικρά για την πράξη που έκαναν. Όταν έφτασαν τα παιδιά στο τμήμα οι γονείς τους εξήγησαν τι είχε σιμβεί και κατάλαβαν πως το σημαντικότερο σε μια οικογένεια είναι:να είναι όλοι καλά μεταξύ τους, να συζητάνε και να βοηθούν ο ένας τον άλλον και να λύνουν τα προβλήματα όλοι μαζί.